- υποσκέλιση
- η, Νυποσκελισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποσκελίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποσκέλισις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποσκέλιση — η υποσκελισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποσκελίσῃ — ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj mid 2nd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj act 3rd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels fut ind mid 2nd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj mid 2nd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)